- ψηφούμαι
- -όομαι, Α [ψῆφος]κοσμούμαι με ψηφιδωτά («τὰ ἐψηφωμένα ἐδάφη», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ψήφωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [ψηφοῡμαι] ψηφολογία* … Dictionary of Greek
ψηφωτός — ή, όν, ΜΑ [ψηφοῡμαι] 1. στρωμένος ή διακοσμημένος με ψηφίδες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ψηφωτή (ενν. γῆ) ψηφιδωτό έδαφος … Dictionary of Greek